Η πολλοστή επίσκεψη του Μάρτιν Σκορσέζε στα πράγματα της μαφίας συνδυάζεται από μια πιο πολύπλοκη σκηνοθεσία από αυτές που δεν μας είχε συνηθίσει ακόμα κι ένας τόσο φορτσάτος δημιουργός. Κάτι ακόμα γρηγορότερο κι από τα «Καλά Παιδιά». Ταχύτατος στα όρια της ζαλάδας, συνδυαστικός στα όρια του λαβύρινθου και πολύπλοκος σε σημείο να μπερδεύεται ο θεατής. Από την μία όλο αυτό λειτουργεί ως μάθημα ιδιότυπης σκηνοθεσίας κι επειδή από πίσω κρύβεται ένα εξαιρετικά γραμμένο σενάριο, ο Σκορσέζε συγχωρείται για τους ζογκλερισμούς του, τους οποίους δεν επανέλαβε. Από την άλλη, η πολύ μεγάλη διάρκεια θέτει πρόβλημα στο πόσοι αντέχουν τόση ώρα να δουν κάτι που απαιτεί αμέριστη προσοχή και θα μπορούσε να είναι μια εκτεταμένη διαφήμιση.
Δεν ξεχωρίζει ερμηνευτικά η τρίτη σκορσεζική συνεργασία των Ρόμπερτ Ντε Νίρο-Τζο Πέσι, αλλά η καλύτερη ερμηνεία της Σάρον Στόουν ως σήμερα. Καθόλου άδικα έφτασε ως την πεντάδα των Όσκαρ δεύτερου ρόλου, αποκαλύπτοντας μια φινέτσα σταρ που μάλλον έχασε στον μετέπειτα δρόμο της.
Η ταινία, που μοιάζει να έκλεισε τη «συνδιαλλαγή» του δημιουργού με τη μαφία, δεν είχε την ίδια επιτυχία με τις προηγούμενες του, αλλά είναι αξιολογότατη και πολύ ενδιαφέρουσα αν έχετε την διάθεση να παίξετε με τους δικούς της όρους.