Un Chien Andalouun (ο ανδαλουσιανός σκύλος)
Παραγωγή: 1929 Σκηνοθεσία: Luis Bunuel
Πρωταγωνιστούν: Simone Mareuil, Pierre Batcheff, Jaime Miravilles, Luis Bunuel, Salvador Dali
Ένας άνδρας ακονίζει το μαχαίρι του πλάι στο ανοιχτό παράθυρο. Η πανσέληνος χωρίζεται στη μέση από μία λωρίδα σύννεφου. Στην αμέσως επόμενη σκηνή, μία γυναίκα κάθεται παραδομένη, καθώς τα αντρικά χέρια ανοίγουν διάπλατα το ένα της μάτι και το κόβουν στη μέση με την ακονισμένη λεπίδα. Και ενώ η ζελατίνη έχει μόλις χυθεί από το σχισμένο μάτι, η γυναίκα εμφανίζεται ακέραιη στο δωμάτιό της, να παρατηρεί έναν ποδηλάτη, ντυμένο με κοριτσίστικη ποδιά, που διασχίζει το δρόμο κάτω από το σπίτι της και σωριάζεται στο πεζοδρόμιό της. Ένα μαύρο κουτί με λεπτές άσπρες ρίγες εμφανίζεται στο λαιμό του ποδηλάτη και έπειτα στο κρεβάτι της γυναίκας. Ένας απατημένος σύζυγος πυροβολεί μέχρι θανάτου το είδωλό του, αφού πρώτα σέρνει με τα ίδια του τα χέρια, έναν τοίχο, τα έπιπλα ενός δωματίου, ένα πιάνο γεμάτο πτώματα μουλαριών και δύο νεκρούς φοιτητές της θεολογίας. Και η λίστα με τις αναπάντεχες σκηνές συνεχίζεται. Γιατί στον “Ανδαλουσιανό σκύλο” μπορεί κανείς να δει ο,τιδήποτε δεν θα περίμενε ποτέ από μία ταινία. Δεν θα δει, ωστόσο, κανέναν Ανδαλουσιανό. Ούτε και κανέναν σκύλο. Το κυριολεκτικό περιεχόμενο της έννοιας avant-garde, είναι η ομάδα εκείνη της φρουράς που πάει μπροστά σε μία μάχη. Που ηγείται της επίθεσης, που πρώτη εισβάλλει στον εχθρικό χώρο. Και που κατά κύριο λόγο πέφτει πρώτη. Σε όρους τέχνης, το περιεχόμενο δεν διαφοροποιείται και τόσο. Avant-garde είναι η ομάδα καλλιτεχνών που πρώτη αμφισβητεί, απορρίπτει και επαναπροσδιορίζει την καλλιτεχνική γλώσσα. Αποποιείται τις νόρμες και τις φόρμες και οδηγεί μπροστά την τέχνη. Με όραμα ατόφια ιδιοτελές αλλά και ειλικρινά αλτρουιστικό, οι καλλιτέχνες της avant-garde “αυτο-ικανοποιούνται” μέσα από την ολοκλήρωση της παρθενικής, προσωπικής τους δημιουργίας, αλλά και από την συνεισφορά τους στην ουσιαστική πρόοδο της ίδιας της τέχνης. Δεν είναι καθόλου παράξενο που η avant-garde του σινεμά εμφανίστηκε στη Γερμανία και τη Γαλλία του 1920, μόλις δύο δεκαετίες, αφότου ο κινηματογράφος άρχισε να αντιμετωπίζεται λιγότερο σαν ατραξιόν των τσίρκων και των περιφερόμενων πανηγυριών και περισσότερο ως ένα αυτόνομο μέσο διασκέδασης ή και ψυχαγωγίας. Ή ακόμα και καλλιτεχνικής έκφρασης. Η τέχνη με την πιο ραγδαία εξέλιξη από όλες και τον ταχύτερο εναρμονισμό με την ανθρώπινη αντίληψη, μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια είχε ήδη εγκλωβιστεί: σε σκηνοθετικές συνήθειες, σεναριακές κοινοτοπίες και μία σχεδόν ψυχαναγκαστική, αφηγηματική συνέπεια, μία άγονη, ρεαλιστική αναπαραστατικότητα. Η avant-garde αποτέλεσε την αναγκαία αυτοκαταστροφή και αποδόμηση του σινεμά. Ο “Ανδαλουσιανός σκύλος” έχει μείνει στην ιστορία του σινεμά ως το πιο θρασύ μπουρλότο. Βασισμένο σε δύο όνειρα, ένα του Louis Bunuel και ένα του Salvador Dali, ο “Ανδαλουσιανός σκύλος” αποτελεί πρώτα απΑ όλα το προσωπικό ημερολόγιο δύο από τις πλέον αναρχικές μορφές της τέχνης του εικοστού αιώνα. Ένθερμοι οπαδοί του Andre Bretton και του κινήματος των σουρεαλιστών, αλλά και υποστηρικτές της φροϋδικής χαρτογράφησης της ανθρώπινης συνείδησης, οι δύο καλλιτέχνες φανερώνουν στο πανί τις προσωπικές τους εμμονές. Ο Bunuel ξεκινά με την πρώτη του κιόλας ταινία, την πολυετή επίθεσή του στον καθωσπρεπισμό της μεγαλοαστικής κοινωνίας, την γραφικότητα της Εκκλησίας και σε κάθε άλλη επιβολή κοινωνικών περιορισμών. Ο Dali εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να δώσει ζωή στους πίνακές του. Το ανθρώπινο, γυναικείο κορμί, τα αεικίνητα μυρμήγκια, τα αυτόνομα ανθρώπινα μέλη, βγαίνουν από τις κορνίζες και περιφέρονται ζωντανά στο κάδρο της ταινίας. Κι όλα αυτά, σε μία ιστορία, που διαδραματίζεται “εχθές”, “μετά από οκτώ χρόνια”, “το ίδιο απόγευμα”. Πέρα από ένα προσωπικό εγχείρημα, ο “Ανδαλουσιανός σκύλος” παραμένει πράγματι μία σπουδαία στιγμή στην ιστορία του σινεμά. Γιατί καταγγέλλει τον ευνουχισμό της κινηματογραφικής τέχνης. Θυμίζει οι κανόνες του ρεαλισμού, της συνέχειας, της ομαλής ροής δεν αποτελούν φύση, αλλά ανωμαλία του σινεμά, έναν ανεπίτρεπτο ακρωτηριασμό της δυνατότητάς του να φέρνει μαζί στοιχεία ασύνδετα, να βασίζεται στα ίδια τα δικά του εκφραστικά μέσα, τις γραμμές, τις φόρμες, τις κινήσεις, και να αναπαριστά στιγμιότυπα πέρα από την πραγματικότητα. Γιατί το σινεμά είναι μία εμπειρία ονειρική. Ο θεατής βρίσκεται σε έναν σκοτεινό θάλαμο, καθηλωμένος, και παρακολουθεί εικόνες να προβάλλονται σε μία φωτεινή οθόνη. Η avant-garde είχε πρώτη το θάρρος να δείξει στο θεατή αυτό που όφειλε να δει, στο δεδομένο περιβάλλον: ένα όνειρο. Αποσπασματικό, ασύνδετο, βασανιστικά δυσερμήνευτο.
(πηγή: cinemanews)